κατακραυγάζω

κατακραυγάζω
κατακραυγάζω
pres subj act 1st sg
κατακραυγάζω
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακραυγάζω — (ΑΜ κατακραυγάζω) [κατακραυγή] νεοελλ. διαμαρτύρομαι εναντίον κάποιου με κραυγές, εκφράζω την αγανάκτησή μου με κραυγές («όλοι κατεκραύγαζαν εναντίον τών ενόχων») μσν. αρχ. ξεπερνώ κάποιον στις κραυγές, κατακράζω …   Dictionary of Greek

  • κατακραυγάζω — κατακραύγασα, κραυγάζω εναντίον κάποιου: Όλοι κατακραύγαζαν το δικτάτορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακραυγάζουσι — κατακραυγάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατακραυγάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”